- ταχύβλαστος
- τᾰχῠ-βλαστος, ον,A sprouting quickly, ib.4.1.3 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύβλαστος — ον, Α αυτός που βλαστάνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. νεό βλαστος] … Dictionary of Greek
ταχυβλαστότερα — ταχύβλαστος sprouting quickly neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυβλαστία — ἡ, Α [ταχύβλαστος] γρήγορη βλάστηση … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek